Δαφνίδων

Δαφνίδων
Δάφνις
fem gen pl
Δαφνίς
bayberry
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαφνίδων — δαφνίς bayberry fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνια ή νερόψυλλος — (daphnia pulex).Καρκινοειδές της οικογένειας των δαφνιδών, της υπόταξης των κλαδοκεραιωτών, της τάξης των διπλοστράκων. Ζει στα γλυκά, στάσιμα νερά, μέσα στα οποία μετατοπίζεται με σταθερά άλματα και γι’ αυτό την ονόμασαν και νερόψυλλο. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτοκαρύα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών δαφνιδών …   Dictionary of Greek

  • σασσαφράς — (σασσαφράς ή φαρμακευτική ή ποικιλόφυλλος). Δέντρο αειθαλές της οικογένειας των Λαουριδών ή Δαφνιδών (δικοτυλήδονα). Συνήθως έχει μέτριες διαστάσεις (6 7 μ.), μπορεί όμως να φτάσει και τα 30 μ. ύψος. Ο κορμός και οι βλαστοί είναι λείοι, με φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • ακανθόκερκος — (acanthocercus). Μικρό μαλακόστρακο του γλυκού νερού, της οικογένειας των δαφνιδών. Το σώμα του βρίσκεται μέσα σε ένα δίθυρο διάφανο κοχύλι, που καταλήγει σε μια αυλάκωση, από την οποία βγαίνει ένα τμήμα του πίσω μέρους του σώματος …   Dictionary of Greek

  • κινάμωμο — (Cinnamomum). Γένος αειθαλών φυτών της οικογένειας των λαουριδών ή δαφνιδών, της τάξης των πολυκαρπικών. Περιλαμβάνει περίπου 50 δενδρώδη και θαμνώδη αρωματικά είδη, τα οποία φυτρώνουν κυρίως στις θερμές περιοχές της Ασίας. Σημαντικότερα από αυτά …   Dictionary of Greek

  • καμφορόδεντρο — το δέντρο από την οικογένεια των δαφνιδών, από το οποίο γίνεται η καμφορά: Τα καμφορόδεντρα ευδοκιμούν στην Ασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”